- υπερσιτισμός
- οη χορήγηση τροφής σε υπερβολική ποσότητα (συνήθ. για θεραπευτικούς σκοπούς), η υπερσίτιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερσιτισμός — ο, Ν [υπερσιτίζω] 1. ιατρ. συνεχής λήψη ποσότητας τροφής πέρα από τις ανάγκες τού ατόμου οι οποίες καθορίζονται από την ηλικία, το φύλο, την εργασία και την κατάσταση τής υγείας του 2. (ζωοτεχν.) παροχή σε ένα ζώο περισσότερης τροφής από όσην… … Dictionary of Greek
πολυτροφία — η, ΝΜΑ [πολύτροφος] υπερβολική λήψη τροφής, υπερσιτισμός … Dictionary of Greek
υπερσίτιση — η, Ν [υπερσιτίζω] υπερσιτισμός … Dictionary of Greek
υπερτροφία — (Ιατρ.). Η αύξηση των διαστάσεων ενός οργάνου, που οφείλεται στην αύξηση του όγκου ή του αριθμού των κυττάρων που το αποτελούν. Η υ. εμφανίζεται συνήθως ως αποτέλεσμα της εντατικής λειτουργίας του οργάνου. Το φαινόμενο αυτό είναι δυνατό να το… … Dictionary of Greek
πάχυνση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του παχαίνω, υπερτροφία, υπερσιτισμός: Πολλά ζώα προορίζονται για πάχυνση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπερσίτιση — η ο υπερσιτισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)